ξηρασίη

ξηρασίη
ξηρασία
desiccation
fem nom/voc sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ξηρασίῃ — ξηρασία desiccation fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξηρασία — και ξερασία, η (ΑΜ ξηρασία, Α ιων. τ. ξηρασίη) νεοελλ. μσν. ανομβρία νεοελλ. 1. (μετεωρ.) έλλειψη επαρκών βροχοπτώσεων για παρατεταμένη χρονική περίοδο η οποία προκαλεί σοβαρή διαταραχή στον υδρολογικό κύκλο και στο ισοζύγιο τών υδάτων, με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”